-
1 σύνταξις
A putting together in order, arranging, esp. of soldiers, τοῦ στρατεύματος σ. ποιήσασθαι array in battle-order, Th.6.42, cf. X.Cyr.2.4.1, Arist.Pol. 1322a36; ἡ στρατιωτικὴ ς. X.Cyr.8.1.14;ἄνευ συντάξεως ἄχρηστον τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol. 1297b19
.2 generally, system, arrangement, organization, Pl.R. 462c, 591d, Ti. 24c; ἡ συσταθεῖσα ς. its organization, of the Assyrian empire, Id.Lg. 685c;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1325a3
; ὅλον τὸν τρόπον τῆς ς. (of the symmoriae) D.14.17; σ. μίαν εἶναι τὴν αὐτὴν τοῦ τε λαμβάνειν καὶ τοῦ ποιεῖν τὰ δέοντα one and the same system or rule for.., Id.1.20, cf. 13.9;ἡ σ. τοῦ βίου Alex.162.10
; the order or system of the world, Sosip.1.31; τῶν ὅλων, as a definition of εἱμαρμένη, Chrysipp.Stoic.2.293;σ. βιβλιοθήκης Str.13.1.54
: also concrete,εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν ἄλλην σ. τῶν μερῶν Arist.Mete. 355b10
; συντάξιες [ἁρμονίης] musical modes, Hp.Vict.1.18, cf. Artemoap.Ath.14.636e; ἡ σ. τοῦ ἐνιαυτοῦ the composition or system of the year, the calendar year, OGI 56.43 (Canopus, iii B.C.); ἡ σ. τοῦ περιθύρου the framework, structure, Ephes.4(1) No.28 (v A.D.).b ἐκτὸς κοινῆς συντάξεως, = extra ordinem, of admission of envoys to the Senate, Supp.Epigr.3.378B18 (Delph., Roman law, ii/i B.C.).3 composition, but more freq. concrete, systematic treatise, Arist.Rh.Al. 1446a34, Plb.1.3.2, 1.4.2, al., Hipparch.1.1.8, Phld.Rh.1.130 S., D.H.Comp.4, Str.1.1.23; collection of treatises, composite volume, D.L.7.190 sqq.: pl., Ptol.Tetr. 16, Gal.19.200; rules for construction, Ph.Bel.55.18: but ἡ τοῦ μεγέθους ς. the scale, ib.57.10.4 grammatical putting together of words, syntax, περὶ τῆς σ. τῶν λεγομένων, title of work by Chrysipp., Stoic.2.6, cf. Plu.2.731f (pl.);τὴν σ. τῶν ὀνομάτων Gal.16.736
, cf. 720; περὶ συντάξεως, title of work by A.D.; but also, compound forms, Id.Conj.214.7; ποιεῖσθαι μετά τινος τὴν ς. ib.221.19; also, rule for combination of sounds or letters, τὸ χ (in δέγμενος)εἰς γ μετεβλήθη, τῆς σ. οὕτως ἀπαιτούσης EM252.45
, cf. Luc.Jud. Voc.3; also, connected speech, ἐν τῇ σ. ἐγκλιτέον Sch.Il.16.85.II = σύνταγμα, body of troops, ἡ εἰς τοὺς μυρίους ς. their contingent towards.., X.HG5.2.37; σ. Ἑλληνική the combined forces of Greece, Plu.Arist.21.2 covenant, previous arrangement,ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σ. ἔπλει Plb.5.3.3
; κατὰ τὴν τοῦ Ἀριανοῦ ς. at the time and place arranged by A., Id.8.16.5;ὥσπερ ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας τὴν αὐτὴν λέγειν γνώμην Plu.2.813b
; ordinance or resolution, SIG577.8 (Milet., iii/ii B.C.).3 assigned impost, tribute, levy, D.5.13; χρημάτων ς. Id.18.234; κοινωνεῖν τῆς ς. Aeschin.3.96;σ. ὑποτελεῖν Isoc.7.2
;διδόναι Id.8.29
, D.58.37, cf. Theopomp.Hist. 92, OGI1.14 (Epist. Alex. Magni);κατ' ἄνδρα τελούντων σύνταξιν PTeb.103.1
(i B.C.), cf. 189 (i B.C.); ὑφίσταται τοῦ ζυτοπωλίου.. σ. δώσειν εἰς τὸ βασιλικὸν τὴν ἡμέραν κριθῶν (ἀρταβῶν) ιβ, i.e. undertakes to deliver the product (in beer) of 12 artabae of barley per day, PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), cf. PPetr.3pp.219,221 (iii B.C.), PRev.Laws47.1,48.13 (iii B.C.), PLille9.7 (iii B.C.); λαϊκὴ σ., = λαογραφία, PMich.Teb. 121r11 viii 2 (i A.D.).4 subvention, pension, D.8.21,23 (pl.), Plu.Alex.21, Luc.2;συντάξεις τῶν ἀναγκαίων D.S.1.75
;εἰς τὰς συντάξ<ε>ις ἱερῶν PTeb.5.54
(ii B.C.), cf. UPZ40.6 (ii B.C.), PSI 10.1151.9 (ii A.D.); pay of soldiers and officers, PStrassb.105.2 (iii B.C.), D.S.5.46, Luc.DMeretr.15.3; salary of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); of the librarian of the Museum,σ. βασιλική Ath.11.493f
.5 ὅσοι.. ἐν συντάξει ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν, i.e. those who hold land in assignment, i.e. are in receipt of revenue from land (without themselves administering it), PRev.Laws43.12 (iii B.C.), cf. PTeb.705.6 (iii B.C., restd.); ὁ ἐπὶ τῆς ς. the official administrator of land so granted, PCair.Zen.73.11 (iii B.C.);ὁ ἐπὶ συντάξεως PLille 4.24
(iii B.C.);ἀπαιτούμεθα τὸν τῆς σ. στέφανον BGU1851.3
(i B.C.); τῶν φερομένων ἐν τῇ τῶν μαχίμων ς. reckoned in the assignment to the μάχιμοι, PTeb.60.27 (ii B.C.); ὁ πρὸς τῇ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων ib.31.6 (ii B.C.); ὁ πρὸς ταῖς ς. PRein.7.29 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνταξις
-
2 παρα-χράομαι
παρα-χράομαι (s. χράομαι), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥςπερ ἀνδρα-πόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, πρῆγμα μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ χράομαι entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.
-
3 γραμματεύς
A secretary, registrar, title of officials at Athens and elsewhere, IG12.15, etc.;ὁ γ. ὁ τῆς πόλεως Th.7.10
;γ. τοῦ δήμου OGI493.10
(Ephesus, ii A. D.), Act.Ap.19.35;γ. ἀνδραπόδων PHib.29.7
;γ. τῶν μαχίμων UPZ110.145
(ii B. C.);γ. τοῦ θεοῦ IG9(2).1109.21
(Magn. Thess.); also of subordinate officials, clerk, sts. a term of contempt,ὄλεθρος γ. D.18.127
;θεοῖς ἐχθρὸς καὶ γ. Id.19.95
; ἡ γ., in joke, Ar. Th. 432.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματεύς
См. также в других словарях:
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
Γκιάπ — (Giap, Aν Ξα 1911 –). Ψευδώνυμο του Βιετναμέζου στρατιωτικού και πολιτικού Bο Nγκουγιέν (Vo Nguyen). Ο Γ. καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ως νέος υπήρξε αγωνιστικό στέλεχος στις τάξεις του κόμματος Tαν Bιέτ (Nέο Bιετνάμ). Το 1930 στα πλαίσια … Dictionary of Greek